Μοδένα

Μοδένα
Πόλη της Ιταλίας. Βλ. λ. Μοντένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • ασκομύκητες — Τάξη μυκήτων στην οποία ανήκουν όλα τα είδη που χαρακτηρίζονται από την παραγωγή ασκών –ενός ειδικού τύπου σποριαγγείου– μέσα στους οποίους περιέχονται τα ασκοσπόρια (ή σπόρια). Ο ασκός είναι ένα όργανο κοίλο, επίμηκες, ροπαλοειδές ή σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • Άσμα Ασμάτων — Ποιητικό βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Ο τίτλος σημαίνει το καλύτερο από όλα τα άσματα. Για τον συγγραφέα και τον χρόνο συγγραφής του βιβλίου υπάρχει αντιγνωμία. Η αρχαία ιουδαϊκή και χριστιανική παράδοση θέλουν συγγραφέα τον Σολομώντα (10ος αι. π …   Dictionary of Greek

  • Ματθίλδη της Κανόσα — (Matilde di Canossa, 1046 – 1115). Κόμισσα της Τοσκάνης, κόρη του μαρκήσιου Βονιφάτιου Β’ της Τοσκάνης και της Βεατρίκης της Λορένης. Αρχικά παντρεύτηκε τον Γοφρέδο Μπαρμπούτο και έπειτα τον Γουέλφο Ε’ της Βαυαρίας. Υπήρξε η μοναδική κληρονόμος… …   Dictionary of Greek

  • νομισματική — Επιστήμη που μελετά τα νομίσματα από κάθε άποψη: οικονομική, ιστορική, καλλιτεχνική. Η αρχαία ν. είναι ο κλάδος εκείνος της ν. που μελετά τα αρχαιότερα νομίσματα στη λεκάνη της Μεσογείου και ειδικά τα ελληνικά, ρωμαϊκά, κελτικά, φοινικικά,… …   Dictionary of Greek

  • Πόρτος, Φραγκίσκος — Έλληνας λόγιος των χρόνων της Αναγέννησης (Ρέθυμνο 1511 – Γενεύη 1581). Μαθητής αρχικά του Αρσένιου Aποστόλη στη Μονεμβασιά, ο Π. συνέχισε τις σπουδές του στην Ιταλία, όπου εγκαταστάθηκε το 1527. Εκεί έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ως… …   Dictionary of Greek

  • Πότσο, Αντρέα — (Pozzo, Tρέντο 1642 – Bιέννη 1709). Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας. Μοναχός από το 1665 στο τάγμα των ιησουιτών, ήταν ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της διακοσμητικής ζωγραφικής του 17ου αι. Η φαντασία και η λογική ενώνονται στα έργα του …   Dictionary of Greek

  • Πρέτι, Ματίας — (Preti, 1613 – 1699). Iταλός ζωγράφος. Ήταν γνωστός και με το παρωνύμιο Καλαβρέζος Ιππότης. Εικονογράφησε τον ναό του Αγίου Μπιάτζιο στη Μοδένα και εργάστηκε στη Βενετία, τη Γένοβα και την Μπολόνια. Είναι κυρίως γνωστός για δύο πίνακές του… …   Dictionary of Greek

  • Τακίνι, Πιέτρο — (Tacchini, Μοδένα 1838 – ;). Ιταλός αστρονόμος. Αρχικά χρημάτισε διευθυντής του αστεροσκοπείου της γενέτειράς του και αργότερα αστρονόμος στο αστεροσκοπείο του Παλέρμο. Ασχολήθηκε κυρίως σε έρευνες που αφορούσαν στην εξακρίβωση της πραγματικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”